- οδοιπορικως
- ὁδοιπορικῶςὁδοι-πορικῶςпо-дорожному, как путник
(ἐσταλμένοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐσταλμένοι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὁδοιπορικῶς — ὁδοιπορικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδοιπορικός — ή, ό (ΑΜ ὁδοιπορικός, ή, όν) [οδοιπόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδοιπορία και στον οδοιπόρο ή αυτός που είναι κατάλληλος για οδοιπορία νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το οδοιπορικό(ν) α) λεπτομερής περιγραφή οδοιπορίας ή ταξιδιού και… … Dictionary of Greek